- υπαίτιος
- -α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτηςαρχ.1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία τού ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..επίρρ...ὑπαιτίως Αυπό κατηγορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀν-αίτιος].
Dictionary of Greek. 2013.